- μουχτάρης
- και μουκτάρης και μικτάρης, οκατώτερος διοικητικός υπάλληλος στην Τουρκία και στα τουρκοκρατούμενα μέρη, τού οποίου η δικαιοδοσία αντιστοιχεί προς αυτήν τού προέδρου τής κοινότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muhtar].
Dictionary of Greek. 2013.